- τρέκλισμα
- το, -ατοςβλ. τρίκλισμα, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρίκλισμα — και τρέκλισμα, το, Ν [τρικλίζω/ τρεκλίζω] κλονισμός κατά τη βάδιση, παραπάτημα … Dictionary of Greek
τρίκλισμα — τρίκλισμα, το και τρέκλισμα, το, ατος ο κλονισμός στο βάδισμα, παραπάτημα: Ζαλίστηκε και έφυγε με τρικλίσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)